υπερτροφία

υπερτροφία
(Ιατρ.). Η αύξηση των διαστάσεων ενός οργάνου, που οφείλεται στην αύξηση του όγκου ή του αριθμού των κυττάρων που το αποτελούν. Η υ. εμφανίζεται συνήθως ως αποτέλεσμα της εντατικής λειτουργίας του οργάνου. Το φαινόμενο αυτό είναι δυνατό να το παρατηρήσει κανείς στους υγιείς ανθρώπους, οι οποίοι ασχολούνται με σωματική εργασία, καθώς επίσης και στους αθλητές. Κάτω από την επίδραση της μόνιμης έντονης σωματικής φόρτισης επέρχεται αύξηση των μυών του σκελετού και των μυών της καρδιάς. Αυτή είναι η φυσιολογική υπερτροφία. Παρόμοιοι μηχανισμοί αποτελούν τη βάση και για μερικές περιπτώσεις παθολογικής υπερτροφίας, η ανάπτυξη της οποίας οφείλεται σε ορισμένα νοσήματα. Παθολογική αίφνης είναι η υ. της καρδιάς, η οποία αναπτύσσεται ύστερα από διάφορα νοσήματα του καρδιαγγειακού συστήματος, καθώς και ύστερα από μερικά νοσήματα των πνευμόνων, οπότε παρουσιάζονται εμπόδια στην κανονική κυκλοφορία του αίματος. Για να υπερνικήσουν τα εμπόδια που παρουσιάζονται, οι καρδιακοί μυες γίνονται υπερτροφικοί κάτω από την επίδραση της αυξημένης δραστηριότητας τους. Η πορεία αυτή έχει σημασία αντιρρόπησης, επειδή εξασφαλίζει στην καρδιά τη δυνατότητα να εργάζεται εντατικά. Την ίδια σημασία έχει και η υ. ενός δίδυμου οργάνου, π.χ. του νεφρού, που εμφανίζεται ύστερα από την αφαίρεση του άλλου. Το υπερτροφικό όργανο λειτουργεί μέσα στα όρια των δυνατοτήτων του και για το λόγο αυτό, κάθε υπερένταση είναι δυνατό να καταλήξει σε απότομη εξασθένηση της ικανότητάς του για λειτουργία. Εκτός από την παθολογική υ., που έχει αντισταθμιστική σημασία αντιρρόπησης, παρατηρείται επίσης και παθολογική, που οφείλεται σε παθήσεις των ενδοκρινών αδένων ή σε μακροχρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις π.χ. υ. του βλεννογόνου του στομάχου στις περιπτώσεις χρόνιας γαστρίτιδας.
* * *
η, Ν
1. (βοτ.-ζωολ.-ιατρ.) υπερβολική αύξηση τού όγκου ενός ιστού ή ενός οργάνου τού ανθρώπου ή ενός ζώου ή ενός φυτού, η οποία οφείλεται σε υπερβολική αύξηση τών διαστάσεων τών συστατικών του στοιχείων, λ.χ. τών κυττάρων και τού κολλαγόνου, χωρίς όμως να αυξηθεί ο αριθμός τους, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στην υπερπλασία
2. υπερσιτισμός
3. φρ. α) «μυϊκή υπερτροφία»
ιατρ. η αύξηση τού όγκου τών μυών
β) «λειτουργική υπερτροφία»
(βιολ.-ιατρ.) φυσιολογική υπερτροφία τών μυών που παρουσιάζεται έπειτα από συνεχή άσκηση, όπως λ.χ. στους αθλητές ή σε ορισμένους χειρώνακτες
γ) «αναπληρωματική αντιρροπιστική [ή αντισταθμιστική] υπερτροφία»
(βιολ.-ιατρ.) υπερτροφία οργάνου το οποίο φυσιολογικά είναι ζυγό, έχει όμως απομείνει μόνο λόγω συγγενούς απουσίας ή αφαίρεσης τού ομολόγου του, λ.χ. όρχεως ή νεφρού
δ) «αναπληρωματική αναγεννητική υπερτροφία»
(βιολ.-ιατρ.) υπερτροφία που αφορά το τμήμα το οποίο απέμεινε από ένα όργανο, λ.χ. το ήπαρ, που υπέστη μερική εκτομή
ε) «προσαρμοστική υπερτροφία»
ιατρ. υπερτροφία που εμφανίζεται σε ένα κοίλο όργανο τού οποίου η κένωση δυσχεραίνεται λόγω εμποδίου, όπως είναι λ.χ. η υπερτροφία τού μυοκαρδίου τής αριστεράς κοιλίας εξαιτίας αορτικής στένωσης
στ) «ορμονική υπερτροφία»
(βιολ.-ιατρ.) υπερτροφία οργάνων τού σώματος που βρίσκονται υπό ορμονικό έλεγχο, σε περιόδους υπερπαραγωγής τών σχετικών ορμονών, όπως λ.χ. τών μαστών κατά την εγκυμοσύνη και τη γαλουχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypertrophy < υπερ- + τροφή + κατάλ. -ία. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπερτροφία — η η υπερβολική μεγέθυνση ενός οργάνου του σώματος: Υπερτροφία της καρδιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερτροφικός — ή, ό, Ν ιατρ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπερτροφία 2. αυτός που χαρακτηρίζεται από υπερτροφία, ο υπερβολικά ανεπτυγμένος («υπερτροφικές αμυγδαλές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερτροφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλές — Λεμφικά όργανα που αποτελούνται από λεμφοζίδια όμοια με αυτά των λεμφαδένων·οι σπουδαιότερες κατασκευές του τύπου αυτού είναι εκείνες που περιβάλλουν το αρχικό τμήμα των αεροφόρων οδών και σε αυτές αναφέρεται συχνότερα o όρος α. Ο βλεννογόνος του …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • μυοκάρδιο — (Ανατ.). Ο μυικός ιστός της καρδιάς· η μικροσκοπική δομή του μοιάζει με των γραμμωτών μυών, αλλά τον κάνουν να διαφέρει από αυτούς οι αναστομώσεις που υπάρχουν μεταξύ των μυικών ινών, η κεντρική θέση των πυρήνων, η παρουσία χαρακτηριστικών… …   Dictionary of Greek

  • προστάτης — Αδενομυϊκό όργανο που ανήκει στο γεννητικό σύστημα του άνδρα· έχει σχήμα και διαστάσεις κάστανου, βρίσκετα κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι αδένες του π. εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό, που έχει την… …   Dictionary of Greek

  • Hypertrophie — (zu altgr. ὑπερτροφία, neulateinisch: hypertrophia → „Überernährung“) bzw. Hypertrophia bezeichnet in der Medizin die Größenzunahme eines Organs oder eines Gewebes (bei vermehrter Beanspruchung) allein durch Zellvergrößerung. In vergrößerten …   Deutsch Wikipedia

  • Τόμσεν — Ν φρ. «νόσος Τόμσεν» ιατρ. τύπος συγγενούς μυοτονίας που συνοδεύεται από μυϊκή υπερτροφία, μεταβιβάζεται κατά τον αυτοσωματικό επικρατή χαρακτήρα και περιλαμβάνει πιθανώς τέσσερεις ή πέντε υποτύπους …   Dictionary of Greek

  • Φαλό — ο, Ν φρ. α) «τετραλογία τού Φαλό» ιατρ. συγγενής διαμαρτία διαπλάσεως τής καρδιάς, κυανωπική καρδιοπάθεια, που χαρακτηρίζεται από μεσοκοιλιακή επικοινωνία, υπερτροφία τής δεξιάς κοιλίας, στένωση τής πνευμονικής αρτηρίας και παρεκτόπιση τής αορτής …   Dictionary of Greek

  • αδένωμα — Καλοήθης όγκος ενός αδένα που εμφανίζεται σε διάφορα αδενοφόρα όργανα (μαστοί, στομάχι, νεφρά, θυρεοειδής κλπ.). Ανάλογα με το μέρος όπου εμφανίζεται, παίρνει και την ονομασία του, όπως π.χ. προστατικό α., μαστικό α. κλπ. Τo α. πιέζει τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”